διδραχμιαίος

διδραχμιαίος
διδραχμιαῑος, -α, -ον και -ίαιος, -α, -ον και διδραχμαῑος, -α, -ον (Α) [δραχμιαίος]
αυτός που αξίζει δύο δραχμές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”